φραίζα

φραίζα
η тех фреза; фрезеровальный станок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φραίζα" в других словарях:

  • φραίζα — η, Ν βλ. φρέζα …   Dictionary of Greek

  • φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • φρεζάρω — και παλ. τ. φραιζάρω Ν κατεργάζομαι μέταλλα ή ξύλα με φρέζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέζα / φραίζα + ρηματ. κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»